-
1 τριγένεια
τρι-γένεια, ἡ,A a third generation,εἰς τ. παραμένειν Str.2.1.14
; οἱ ἐκ τριγενείας στιγματίαι v. l. in Ph.2.446; cf. τριγονία.II threefold gender (implied in one form), A.D. Synt.212.23;τὰ διὰ μιᾶς φωνῆς τριγένειαν ὑπαγορεύοντα Id.Adv.141.22
.III τ. ἀγαθῶν three kinds of goods, Stoic.ap.S.E.P.3.181.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριγένεια
-
2 τριγονία
τρῐγον-ία, ἡ,A the third generation,πονηρὸς ἐκ τριγονίας D.58.17
;ὁ ἐκ τ. ὢν μυροπώλης Hyp.Ath. 19
;εἰ Ἀθηναῖοί εἰσιν ἑκατέρωθεν ἐκ τ. Poll.8.85
citing Arist. (who does not use the word in Ath.55.3); οἱ ἐκ τ. (v.l. τριγενείας)στιγματίαι Ph.2.446
;ἐκ τ. βασιλεύς Hdn.1.7.4
; εἰς τ. παραμένειν, προελθεῖν, Str.11.10.1, 12.2.11, cf. Jul.Or.4.131c; cf. τριγένεια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριγονία
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский